φλύκταινα

φλύκταινα
η, ΝΜΑ
ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, φυσαλλίδα που περιέχει πύον, κν. φουσκάλα
νεοελλ.
1. (μεταλργ.) εξόγκωση στην επιφάνεια τών μετάλλων που οφείλεται σε διάρρηξη ή ανύψωση προκαλούμενη από αέρια, τα οποία παρέμειναν πολύ κοντά σε αυτήν την επιφάνεια
2. (φυτοπαθολ.) φυσαλλιδώδης κηλίδα στα φύλλα, στους βλαστούς ή τους καρπούς τού φυτού, σύμπτωμα προσβολής του από παθογόνο μύκητα
3. φρ. «κακοήθης φλύκταινα»
(ιατρ.-κτην.) η νόσος άνθρακας
αρχ.
φυσαλλίδα στην επιφάνεια ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλύκταινα (< *φλυγ-ταν-ja) έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bhl-u- τού ρ. φλύω* με λαρυγγική παρέκταση -γ- (πρβλ. φύγεθρον* < *φλυγ-εθρον / -εθλον, βλ και λ. φλύω) και επίθημα -*tοn- (> -ταν-), σχηματισμένο από την ΙΕ κατάλ. σε -t- (πρβλ. -της, -τος) και τη συνεσταλμένη βαθμίδα -η- τής κατάλ. -en / -on (για μια διαφορετική μορφή επιθήματος βλ. λ. φλυκτίς). Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. φλύκταινα εμφανίζεται ως ομοιοκατάληκτη ορισμένων τ. με το μειωτικό επίθημα -αινα (πρβλ. γάγγρ-αινα, κάπρ-αινα, φαγέδ-αινα), παρά τη διαφορετική προέλευση τού επιθήματος της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλύκταινα — blister fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλύκταινα — η 1. (ιατρ.), διαφανής φυσαλίδα εξανθήματος γεμάτη ορώδες υγρό, που σχηματίζεται με αποκόλληση της επιδερμίδας από το δέρμα, φούσκα, φουσκάλα, φουσκαλίτσα, φουσκαλίδα. 2. (ιατρ.), διαφανής φυσαλίδα γεμάτη υδαρές υγρό, που αναπτύσσεται ύστερα από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλυκταίνας — φλυκταίνᾱς , φλύκταινα blister fem acc pl φλυκταίνᾱς , φλύκταινα blister fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλυκταινέων — φλύκταινα blister fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλυκταινῶν — φλύκταινα blister fem gen pl φλυκταινόω cause blisters on pres part act masc voc sg (doric aeolic) φλυκταινόω cause blisters on pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φλυκταινόω cause blisters on pres part act masc nom sg φλυκταινόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλυκταίναις — φλύκταινα blister fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλυκταίνης — φλύκταινα blister fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλυκταίνῃ — φλύκταινα blister fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλύκταιναι — φλύκταινα blister fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλύκταιναν — φλύκταινα blister fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”